σαν να λέμε σπίτι μου.
Γυρνάει βράδυ ο Κρητίκαρος στο σπίτι και τσακώνει επ' αυτοφόρω τον Ρουμάνο να του κόβει
με σέγα τις χαλκοσωλήνες του νερού για να πάει να τις πουλήσει.
Τον αρπάει, του ρίχνει και μερικές, τον φερμάρει, βγάζει το κινητό και παίρνει τους μπάτσους, στο διπλανό χωριό.
Τους λέει ότι κρατάει τον κλέφτη, να έρθουν να τον πάρουν και ακολουθεί ο διάλογος:
-Δε γίνεται κύριε. Αυτή τη στιγμή είναι αδύνατον.
-Μα τι λέτε ρε παιδιά; Και τι να τον κάνω τον κλέφτη;
-Αν μπορείτε φέρτε τον εσείς.
-Να τον φέρω εγώ; Ρε είστε σοβαροί; Απαιτώ να μου πεις γιατί δεν ερχόσαστε να τον πάρετε.
-Λοιπόν φίλε, σοβαρά σου μιλάω, δεν έχουμε βενζίνη. Μας πιάσαν οι περικοπές.
Γι' αυτό φέρε τον εσύ αν μπορείς.
-Καλά ρε φίλε, να τον φέρω. Αλλά άμα μου κάνει τίποτα μαγκιές στο δρόμο;
-Ε, όπως θα 'ρχεσαι, ρίχνε του που και που καμιά στη μάπα.
Όταν έμαθα ότι συνέβη αυτό το πράγμα, μόλις που είχα αρχίσει να απορώ, που εξαφανίστηκαν τον τελευταίο καιρό οι αγαπημένοι μας Ειδικοί Φρουροί, που μέχρι τώρα ήταν αδύνατον να ζήσεις μιά μέρα της ζωής σου στην Κρήτη χωρίς να αντικρίσεις τις ωραίες τους μάπες
με τα μαύρα γυαλιά.
Ποιός είπε ότι η κρίση δεν έχει και τα καλά της;
Το "ουδέν κακόν αμιγές καλού" είναι μεγάλη κουβέντα.
vasiliastimonaxias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου